-
1 слабый
слабый αδύνατος; ασθενικός (болезненный)' \слабыйое здоровье η καχεξία* * *αδύνατος; ασθενικός ( болезненный)сла́бое здоро́вье — η καχεξία
-
2 депрессия
депрессияже1. ἡ οἰκονομική κατάπτωση, ἡ Οφεση, ἡ καχεξία·2. мед. ἡ κα-τάθλιψηΓ-ις}, ἡ μελαγχολία. -
3 худосочие
худосоч||иес мед. ἡ καχεξία. -
4 астения
-и θ.καχεξία, αδυναμία. -
5 здоровье
-я ουδ.υγεία•слабое здоровье καχεξία•
крепкое здоровье ευεξία•
беречь здоровье προφυλάσσω την υγεία•
не беречь здоровье αδιαφορώ για την υγεία•
кушайте на здоровье τρώγετε καλό νά χετε•
за ваше здоровье (στην πρόποση) στην υγειά σας•
как ваше -? πως είναι η υγεία σας; πως είστε; πως έχετε; τι κάνετε; πως πάτε από υγεία; κ.τ.τ.
-
6 немощь
-и θ.αδυναμία, καχεξία, ανημπόρια, εζάντληση•старческие -и γεροντικές α-νημπόριες.
-
7 тщедушие
-я ουδ.αδυναμία, ατονία• καχεξία. -
8 хилость
-и θ.καχεξία. -
9 худоба
-
10 чахлость
-и θ.1. (για βλάστηση) γλισχρότητα, πενιχρότητα• μαρασμός.2. ισχνότητα, καχεξία. -
11 Condition
subs.Good condition: P. and V. εὐεξία, ἡ (Eur., frag.).Bad condition: P. καχεξία, ἡ.Affection: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.In good condition, adj.: P. and V. ἐντελής.Rank, station: P. and V. ἀξίωμα, τό, τάξις, ἡ.Clausein an agreement: P. γράμμα, τό.On fixed conditions: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.On these conditions: P. and V. ἐπὶ τούτοις, ἐπὶ τοῖσδε.On what conditions? P. and V. ἐπὶ τῷ;Are we held to this condition for our safety? V. ἐν τῷδε κἀχόμεσθα σωθῆναι λόγῳ; (Eur., Heracl. 498).Under present conditions: P. ἐκ τῶν παρόντων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Condition
-
12 State
subs.Good state: P. and V. εὐεξία, ἡ (Eur., frag.).Bad state: P. καχεξία, ἡ.Plight: V. πρᾶξις, ἡ; see Plight.Which of us are going to a better state ( life or death) in unknown: P. ὁπότεροι ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα ἄδηλον (Plat., Ap. 42A).Such being the state of things: P. and V. οὕτως ἐχόντων.State of mind, feeling: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.Pomp: P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό, χλιδή, ἡ (Plat.).Enter the service of the state: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).State affairs: P. and V. τὰ πράγματα, P. τὰ πολιτικά, τὰ κοινά.Paid by the state, adj.: P. δημοτελής.State secret: Ar. and P. ἀπόρρητον, τό.——————v. trans.——————adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > State
-
13 kavrukluk
κάτσιασμα, καχεξία
См. также в других словарях:
καχεξία — καχεξίᾱ , καχεξία bad habit of body fem nom/voc/acc dual καχεξίᾱ , καχεξία bad habit of body fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίᾳ — καχεξίαι , καχεξία bad habit of body fem nom/voc pl καχεξίᾱͅ , καχεξία bad habit of body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών … Dictionary of Greek
καχεξία — η κακή σωματική κατάσταση, έλλειψη υγείας: Έχει καχεξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καχεξίας — καχεξίᾱς , καχεξία bad habit of body fem acc pl καχεξίᾱς , καχεξία bad habit of body fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίαι — καχεξία bad habit of body fem nom/voc pl καχεξίᾱͅ , καχεξία bad habit of body fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίαν — καχεξίᾱν , καχεξία bad habit of body fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξιῶν — καχεξία bad habit of body fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίαις — καχεξία bad habit of body fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίη — καχεξία bad habit of body fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεξίην — καχεξία bad habit of body fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)